- ωκυεπής
- -ές, Α(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκυεπῆ — ὠκυεπής quick speaking neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὠκυεπής quick speaking masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὠκυεπής quick speaking masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek
ωκύλαλος — ον, Α ὠκυεπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. ὀξύ λαλος] … Dictionary of Greek